προχείρων

προχείρων
πρόχειρον
crutch
neut gen pl
πρόχειρος
at hand
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Stéphanos d'Alexandrie — Étienne d Alexandrie Étienne d Alexandrie (Stéphanos d Alexandrie) est un philosophe, mathématicien, astronome et alchimiste, chrétien. Il fut en faveur à la cour de Byzance au temps d Héraclius Ier (610 641). De forts arguments tendent à… …   Wikipédia en Français

  • Stéphanos d'Athènes — Étienne d Alexandrie Étienne d Alexandrie (Stéphanos d Alexandrie) est un philosophe, mathématicien, astronome et alchimiste, chrétien. Il fut en faveur à la cour de Byzance au temps d Héraclius Ier (610 641). De forts arguments tendent à… …   Wikipédia en Français

  • Étienne d'Alexandrie — (Stéphanos d Alexandrie, en grec Στέφανος ό Άλεξανδρεύς, en latin Stephanus Alexandrinus) est un philosophe, mathématicien, astronome, alchimiste, probablement médecin, de religion chrétienne. Il fut en faveur à la cour de Byzance au temps d… …   Wikipédia en Français

  • λεμβαρχείο — το περιοχή τών πολεμικών ναυστάθμων όπου προσορμίζονται οι λέμβοι ή ανασύρονται στην ξηρά και όπου επίσης υπάρχει μικρό συνεργείο πρόχειρων επισκευών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβαρχος. Η λ., στον λόγιο τ. λεμβαρχεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στην… …   Dictionary of Greek

  • οικισμός — ο (Α οἰκισμός) [οικίζω] 1. εγκατάσταση αποίκων σε έναν τόπο, αποίκιση, αποικισμός 2. ίδρυση, θεμελίωση πόλεων («πόλεων οἰκισμοί», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ανεξάρτητο συνήθως σύνολο πρόχειρων ή λιγοστών κατοικιών σε ορισμένο τόπο, συνοικισμός («αγροτικός …   Dictionary of Greek

  • πισσόχαρτο — το, Ν τεχνολ. αδιάβροχο χαρτί το οποίο παρασκευάζεται με την επάλειψη χονδρών φύλλων χαρτιού με διάλυμα πίσσας σε τερεβινθέλαιο και χρησιμοποιείται για τη συσκευασία αντικειμένων που πρέπει να προφυλαχθούν από την υγρασία, για την επιστέγαση… …   Dictionary of Greek

  • υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”